- σκεντσεύ(γ)ω
- Νβασανίζω, τυραννώ, παιδεύω («και τυραννούν τσι χρισθιανούς, σκεντσεύγουν τις αραγιάδες», δημ. τραγούδι).[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κεντώ «τρυπώ με μυτερό όργανο, ερεθίζω, ενοχλώ» (πρβλ. διαλ. τ. σκιντώ, σκιντάω «πειράζω, ενοχλώ, ερεθίζω»)].
Dictionary of Greek. 2013.